ἄφυκτον

ἄφυκτον
ἄφυκτος
not to be shunned
masc acc sg
ἄφυκτος
not to be shunned
neut nom/voc/acc sg
ἄφυκτος
not to be shunned
masc/fem acc sg
ἄφυκτος
not to be shunned
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • непостижьныи — (13*) пр. 1.Непостижимый, недоступный: и тако непостиженъ ѥго [Бога] промыслъ. и како превъсходѧ нашего промысла. (ἀκατοληπτος) ПНЧ 1296, 165; им же смысла ра(д) скудно ѥсть неѹдѡбь˫атѡѥ. и да подасть равно комуждо. и отину(д) имь быти непостижну …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προφαίνω — ΜΑ [φαίνω] φέρνω στο φως, φανερώνω (α. «προφαίνων, θεοφάντορ, τὸ ἄφυκτον», Μηναί. β. «τοῑσι... θεοὶ τέραα προύφαινον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. επιδεικνύω («οἱ πλουτοῡντες αὐτοὶ καὶ τὰς πορφυρίδας προφαίνοντες», Λουκιαν.) 2. αναδεικνύω, καθιστώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • υποκονίω — Α 1. (σχετικά με φυτό και, ιδίως, αμπέλι) καλύπτω με σκόνη ή με χώμα («τρέφειν δὲ δοκεῑ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῑν ποιεῑν οἷον τὸν βότρυν διὸ καὶ ὑποκονίουσι πολλάκις, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.) 2. μέσ. ὑποκονίομαι (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”